|
η мушмула (дерево) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мушмула? — μουσμουλιά как с (ново)греческого переводится слово μουσμουλιά? — мушмула — διάφυση — ανάμεστος — προγράφω — ραγάδα — αναφτερουγιάζω — εχθροπραξία — πρωτόλουβος — υπασπιστής — εγωισταίνω — φτερνοκοπώ — μέροψ — συρματένιος — αραθυμιά — καμποχώρι — βλεννορροϊκός — βαρύχορδο — κρεμαστήρα — ξελάφρωμα — βοώδης — αιματόστασις — μεταλλικότητα |
|||