|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευκάνσιμος? — — ανάερος — φατρία — πατάκα — αντεπικουρώ — σαγρές — τουμπάρω — πατατιά — πυξίδα — κακονυχτίζω — άγνεστος — χωρικός — διαίρεσις — τός — ορτσάρω — οπλαποθήκη — αντικρύ — παρδαλίζω — ηγεμονόπαις — μεθορμίζομαι — ισχύων — αεριοποιούμαι |
|||