|
без головного убора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без головного убора? — ασκούφωτος как с (ново)греческого переводится слово ασκούφωτος? — без головного убора — μπρούντζινος — τραυματίζω — λεπτοσανίδα — κομπαστής — ζαχάρωμα — αναστηλώνω — πενιχρότητα — στρατεύομαι — μαχαιρίδιο — μισθοδοσία — αρχαιομαθής — αρτιμέλεια — τζαμπατζίδικος — ενθάπτω — ωτοειδής — βαθουλώνω — κυανιούχος — ειδοποιητήριο — ήμερος — τέλειος — διαλάληση |
|||