|
дефицитный, дающий дефицит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дефицитный? — ελλειμματικός как на (ново)греческом будет слово дающий дефицит? — ελλειμματικός как с (ново)греческого переводится слово ελλειμματικός? — дефицитный, дающий дефицит — ερωτοπαθής — αμπελοτόπι — τίτλος — αμπελοκτηματίας — αναιρετικός — αναχρονίζω — κυριαρχημένος — λέοντας — εμφαντικός — καλλιτεχνικός — τραυματίζομαι — γιασουμάκι — χειρονόμος — βλέφαρο — νεκροφόρα — ποταμόφιλος — αντίλαμπρο — κατακάθημαι — ξεψυχισμένα — ασυντάραχτος — πλινθίον |
|||