|
помогать в ответ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помогать в ответ? — αντεπικουρώ как с (ново)греческого переводится слово αντεπικουρώ? — помогать в ответ — πιεζοηλεκτρικός — νταλκάς — αππαρταμέντο — δυάρι — αλάργεψη — κρομμυδοφάγος — μεταμόρφωση — ονειδισμός — αυταρχικά — κάρτο — σαραβαλιασμένος — τραχηλικός — κυρίαρχος — υποχωρητικότητα — γαριδάκι — επιψευδαργύρωση — ξαναγαπώ — ξαδέρφι — επιχρίω — αταχυδρόμητος — αγνωθος |
|||