|
ο 1) погонщик волов; 2) пахарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщик волов? — βοηλάτης как на (ново)греческом будет слово пахарь? — βοηλάτης как с (ново)греческого переводится слово βοηλάτης? — погонщик волов, пахарь — αδιάφορα — κουρείο — ανεμοκάμηλο — φωνηεντικός — αλεποτόμαρο — αιματόβρεκτος — ποντικός — ανθρακεύς — αντισμήναρχος — ακλήτευτος — διηγηματικός — εγκεφαλογράφημα — σπιθαμιαιος — κασσιτερωτής — γυμνώνω — Ασπροσουσουράδα — ουδόλως — γρηίστικος — συνημμένως — διαβολόκαιρος — διπλόσχημος |
|||