|
впереди; вперёд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово впереди? — αμπροστά как на (ново)греческом будет слово вперёд? — αμπροστά как с (ново)греческого переводится слово αμπροστά? — впереди, вперёд — σκανδάλη — πενηντάρικο — μπαλάντσο — εδεμικός — κούτσαμα — εξάμβλυνση — αποστάθμιση — αυτοδιάθεση — ραμολής — χορδιστής — αντίς — ναρκοβόλον — οργίζω — ταμιευτικός — ελευθεροτεκτονισμός — ηλιθιώδης — εβραία — κοντοχωρίτης — καταναλώτρια — βουλωμένος — εμετικά |
|||