|
изобретательный, находчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изобретательный? — επινοηματικός как на (ново)греческом будет слово находчивый? — επινοηματικός как с (ново)греческого переводится слово επινοηματικός? — изобретательный, находчивый — χάραξ — ευμαρής — αμύλα — γερακωτός — εκκυβεύω — έκτρωση — υπνοβατώ — οξαλικός — προεκλογικός — σαρκαστικός — θεωρητής — σκύψιμο — κίκι — ανοξείδωτος — υδρογόνωση — ζηλωτός — ιλαροτραγωδία — γεροπαραλυμένος — γενειοφορία — ειδωλολάτρις — βιλάρα |
|||