|
сложенный вдвое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сложенный вдвое? — ανάδιπλος как с (ново)греческого переводится слово ανάδιπλος? — сложенный вдвое — επιρρέπεια — αποφθεγματικά — Ιρακινή — επέλευση — σταθμητικός — καρκινολογικός — εφησυχάζω — φτιαξιά — πρωτομηνιά — αντρογύναικο — στραβάδα — ανατζιριάζω — ανταγωνισμός — γλωσσοκοπώ — σπαρταρώ — λαχανάς — δουλικά — θαμπερός — ανοικτο- — βρομισμένος — θαλασσοπνίγω |
|||