|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σθεναρώς? — — πολιτειολόγος — καλάω — είθισται — μπαϊλντώ — μητράδελφος — βουβάλα — διπλοκλειδώνω — διακηρύττω — δεκαπεντάμερο — προσύμφωνο — βλακόμουτρο — πλουσιοπάροχος — μυριάδα — διαμοχλεύω — δεξιόχειρας — ξηρολιθοδομή — οιακοστρόφος — εναπόθεσις — Φιλλανδός — νιτρώδης — ανάμικτης |
|||