Новогреческий словарь
αμμοσκέπαστος
αμμοσκέπαστ|ος
покрытый песком, песчаный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покрытый песком
? —
αμμοσκέπαστος
как на
(ново)греческом
будет слово
песчаный
? —
αμμοσκέπαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμμοσκέπαστος
? — покрытый песком, песчаный
#
(ново)греческий словарь
—
χοντρέλα
—
αβελτερία
—
ειδωλολατρεία
—
προσωπικό
—
αναμνηστήριο
—
εξοχώτατος
—
αμμουδιάτικο
—
δορόκτητος
—
βουλγαρικά
—
ιχνογραφείο
—
μετάφρασμα
—
ευκατέργαστος
—
φαγώσιμα
—
βαμβακόψειρα
—
άφιλος
—
φυσική
—
πέριξ
—
γονοκοκκικός
—
πολιτοφύλακας
—
οικονομάω
—
προδιαθέτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω