|
помнить; вспоминать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помнить? — θυμούμαι как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — θυμούμαι как с (ново)греческого переводится слово θυμούμαι? — помнить, вспоминать — λύγημα — επίπλους — εξαρσιγενής — αξαρμάτωτος — βλαβερότης — αυγούλι — ρόταρυ — μεταφερτός — καμπυλόγραμμο — μονδαμίνη — γελοιογράφω — γλυκοχαμόγελος — ευμετάπειστος — μαρμάγκα — αρειμάνιος — αβόγγητος — γλυκύλαλος — σπυρωτός — βερίκουκκο — προβάτειος — αυτοκατηγορούμαι |
|||