|
сыновний; ~ή στοργή — сыновняя любовь; ~όν καθήκον — сыновний долг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сыновний? — υιικός как с (ново)греческого переводится слово υιικός? — сыновний — αριόσητα — νυκτερίς — απολυτήριο — νόμιμα — ψιθυριστής — μαστίχα — τορπιλλοπλάνο — μονοκρατορικός — γογγολογάω — κωφάλαλος — ασυγνέφιαστος — ξεφωνημένος — σιτευτός — γεννητής — ανελευθερία — αφυπηρετώ — δασονομείο — ανδροκρατούμενος — διαφωτίζω — καλτσάκι — φακοειδής |
|||