|
: άψε-σβήσε — быстро, мгновенно, моментально, сразу; στό άψε-σβήσε — в два счёта; τόν κατάφερα στό άψε-σβήσε — [phrase]я его сразу уговорил[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άψε? — — αμυγδάλωμο — επιθεωρησιογράφος — αδιαντροπιά — δικρανούμαι — απροειδοποίητος — ορμητικότητα — δωροληψία — διατετιμημένος — σπληνιάζω — χρησιμοποίηση — εθελούσιος — αλειμματού — Ιαπετός — ανεμοδόχος — βραχυπρόθεσμος — αμφιφανής — ηλεκτροδυναμική — αποχρών — ευκολονόητος — αφεντογυναίκα — επανωρραφή |
|||