|
η клей для склеивания камней #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клей для склеивания камней? — λιθόκολλα как с (ново)греческого переводится слово λιθόκολλα? — клей для склеивания камней — δυσκολόπιστος — ετερομιξία — αψήφιστος — αυγολέμονο — μασουλίζω — μαλλοβάμβακος — πλαταίνω — υπερνίκηση — χειροτέρευση — υδάτωση — κύτος — γροθοκοπιέμαι — αστάθεια — σαρκικός — νταρντάνα — εγωισμός — παρέλκω — πανωσέντονο — σταγονόμετρο — φτωχομάνα — αποπυρηνικοποιώ |
|||