|
о! (употр. в обращении, часто не переводится); ώ φίλε! — [phrase]друг![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово о!? — ώ как с (ново)греческого переводится слово ώ? — о! — αποσυντονίζω — βρετκά — εκφόβιση — σκάρωμα — ερμάτισμα — δεσμεύω — αβούλευτος — σωτέ — ροσμαρίνι — χαρτοπαικτείο — λησμονιέμαι — έγκαιρα — τορπιλλητής — συννεφόκαψη — πιθηκικός — ακλωστος — κομπανιάρω — χρησμοδότης — τσιμπλιάρης — ομόφρων — αφροπαράγαδο |
|||