|
το пунш #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пунш? — πούντσι как с (ново)греческого переводится слово πούντσι? — пунш — πριονίζομαι — καστανέα — ζαρίφικος — πλινθοποιός — σαΐτα — φωνασκώ — ζεμάτισμα — εύγλωττος — βανδαλισμός — χοληφόρος — Ψάθα — μεταβολίζω — διακριτικότης — εξίδρωση — σαρακοφαγωμένος — ενάμισης — θώς — ανθρακευτής — δυσαρμονία — ένδον — ισοφαρίζομαι |
|||