Новогреческий словарь
ομπυάζω
ομπυάζω
гноиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гноиться
? —
ομπυάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομπυάζω
? — гноиться
#
(ново)греческий словарь
—
ανάστατος
—
απότμηση
—
απαράπειστος
—
αλαφρόπετρα
—
σειρά
—
πολυτάραχος
—
ανεπιθύμητος
—
εσωφόριον
—
γεννοβολιά
—
γλιστερίδα
—
εκπνέω
—
μιμικός
—
εκτελωνισμός
—
γαυρώνω
—
μεταποιητός
—
πυριτιδοποιία
—
γελαδοβοσκός
—
άποκολοκύνθωση
—
γκίζω
—
απεραντοσύνη
—
ανάρτηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве