|
наспех, наскоро, поспешно; κάνω κάτι ~ — делать (__что-л.__) наспех #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наспех? — βιαστικά как на (ново)греческом будет слово наскоро? — βιαστικά как на (ново)греческом будет слово поспешно? — βιαστικά как с (ново)греческого переводится слово βιαστικά? — наспех, наскоро, поспешно — κακοπουλω — ανισομερώς — πεζούρα — σκεπαστή — ορκοληψία — πισσώδης — απιδέα — νεότευκτος — συμφεροντολόγος — αμφικτιονία — επιβιβάζω — τσαρισμός — πυρολατρία — μακαρισμοί — μυελίνη — επωμίδιον — ταιριαστός — ψωροβότανο — κοινολόγηση — ξυλέμπορος — συνέταμον |
|||