Новогреческий словарь
αποκουφαίνω
αποκουφαίνω
(αόρ. αποκούφανα, παθ. αόρ. αποκουφάθηκα) 1)
делать глухим
;
2)
оглушать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
делать глухим
? —
αποκουφαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
оглушать
? —
αποκουφαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκουφαίνω
? — делать глухим, оглушать
#
(ново)греческий словарь
—
εικονικός
—
διερμηνεύω
—
λιόδρομο
—
αττικίζων
—
φουρνάρικο
—
γλαρίς
—
καρίνα
—
πεζός
—
στεγανότητα
—
μαθητιώ
—
κιρροειδής
—
τουρλού
—
όρκος
—
μόνωση
—
ασφυξία
—
διαπηγνύω
—
ανεπίγνωτα
—
εκταμα
—
ταυράκι
—
οχταετία
—
διανεμήτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,