|
ο баглама (струнный щипковый музыкальный инструмент, разновидность бузуки) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπαγλαμάς? — — μουλτεζίμης — πιλοποιία — βρουχιούμαι — ακάρπιστος — ηγεμόνας — ηλιολατρικά — παραμικρός — νεοπαγανίστρια — κυνηγάω — επαίσχυντος — καφουρά — διασκευάζω — λεπτουργική — κακουργιοδικείο — χαραγή — γομφίος — αλεπουδίσιος — μεσοκαιρίτης — απειλούμαι — ασχημάδι — μπακράτσι |
|||