|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καζάρμα? — — κατάπλους — πάγκρεας — συνταξούλα — αερικό — ανεξασφάλιστος — ρινηλασία — νυσταλέος — ατμοκινητήρας — ασπατάλητος — ανθοκήπι — λιθόβλητος — χρωστούμενος — φτερουγητό — πωματίζω — ανοικτόχρους — υπερυψωμένος — αναδύομαι — γυναικομάζωμα — ξεπεζεύω — διαγγελέας — ξαντεριάζω |
|||