|
многочисленный; ~α μαλλιά — пышные густые волосы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово многочисленный? — πλήθιος как с (ново)греческого переводится слово πλήθιος? — многочисленный — μεσολαβητής — συγκριτικός — δωδεκάμηνο — χρυσαλοιφώνω — πλύντης — ωόπλασμα — βιολί — σκιοπαίγνιον — συγκεντροποίηση — στεναχώρια — εθελόντρια — δεξά — απολωλαίνω — μέγιστα — σταυρίδι — κιγκλίς — περδουκλώνω — παρέλαση — αχυρόλασπη — γύροθεν — ηβώ |
|||