|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κάπνιστρο? — — σπερματογόνος — δελεαστικότητα — πατσιά — λέτσος — χειμαρρώδης — απόμακρος — αβίαστος — μνημειακός — γοργοβασιλεύω — ψαθωτός — ισχαιμία — μυστικοσυμβούλιο — ωχρόλευκος — ιερωμένος — στυλιζάρισμα — τεντζερέδες — αυτόφοτος — τσατσάρα — απηλογή — ηλεκτρολυτικός — κλαδεύω |
|||