|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άδροσος? — — ξυούμαι — ελαιόπλακούς — καστανόχρωμος — καταιγιδοφόρος — δουρβάνι — έγκαψη — κυριολεκτικά — πολύτεκνος — ατμοποιώ — προσκεφάλι — γλυκάνισο — κολπορραγία — ασπρισμα — δυσλεξία — τσίμπος — αγόρασμα — αθλιότητα — λευκάνσιμος — γδύνω — αναδεχτούρι — εγωπάθεια |
|||