|
η отхаркивание; харканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отхаркивание? — απόχρεμψη как на (ново)греческом будет слово харканье? — απόχρεμψη как с (ново)греческого переводится слово απόχρεμψη? — отхаркивание, харканье — αιτιολογημένος — δακτυλογραφία — δυσδιόρθωτος — ξεπεταγμένος — ανθρωποσωτήριος — επίλεκτος — αλυσόδεσμον — κασετίνα — αβάρετος — πετροχελίδονο — αγγειό — ψάμμος — τρίτον — εντάσσω — αμερικανικός — ψυχοφυσικά — δωδέκατο — ρέω — απόκαμμα — κοκεταρία — αναγινώσκω |
|||