|
не имеющий защитника, адвоката #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий защитника? — ασυνηγόρητος как на (ново)греческом будет слово адвоката? — ασυνηγόρητος как с (ново)греческого переводится слово ασυνηγόρητος? — не имеющий защитника, адвоката — στόπερ — μαντάτο — αγριοκέρασο — μαρτυριάρα — κόφινος — έποψις — λεμφογραφία — αλκή — αρκετά — καρπιαίος — δισχιλιοστός — ελαία — ομοίωμα — αλιόφως — ευθηνός — μετρίαση — αξιοπρεπής — μητράδελφος — σοκολατύς — αναγνωσματάριο — προΰπαρξη |
|||