|
(-αντος) ο миф. Атлант; === είναι ~ υπομονής — [phrase]у него ангельское терпение[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Атлант? — Άτλας как с (ново)греческого переводится слово Άτλας? — Атлант — εγκαταριθμώ — εκτέμνω — επανωρραφή — αιμορροΐδες — διάβημα — εργαλειοθήκη — υπερώα — πηγή — υποκείμενος — σθένος — διαχύνω — περισπασμός — προδιάσκεψη — αχαλίνωτος — φωνογράφημα — φαινόμενο θερμοκηπίου — απρόδοτος — ενίσχυση — στομίδα — αδιαβίβαστος — αδελφικοασπάζομαι |
|||