|
ο дубильщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубильщик? — δέψης как с (ново)греческого переводится слово δέψης? — дубильщик — τσαούσης — λυράρης — μονογλωσσία — κατακόμβη — τσίφνα — πουλακίδα — μανίκι — προγύμνασμα — δαψιλεύω — δημαρχώ — σιναπέλαιο — διπλοψήφιση — διάβα — σκαρταδούρα — συγκρατιέμαι — ταχυκινησία — αντεκδικήτρα — ταχυπαλμία — λαδερό — ταμαχιάρης — ανάφραντος |
|||