|
το хлопковое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлопковое масло? — βαμβακόλαδο как с (ново)греческого переводится слово βαμβακόλαδο? — хлопковое масло — νεωτερίστρια — ρούφουλας — σχολιό — συντονίζομαι — αναστυλώνω — υπονόμευση — μακρόχρονος — μοσχοπληρώνω — λιθοξόος — κριτικός — ρεμπέτικος — κέντρισμα — ασχετοσύνη — κρινάκι — διχρωμικός — γηραντικός — γροθάρι — κανταράκι — χώρος — ατάραγος — αδιάγνωστος |
|||