|
το метан (газ) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метан? — μεθάνιο как с (ново)греческого переводится слово μεθάνιο? — метан — σχολιαστικός — αδιακωμώδητος — παραμητρίτιδα — βλαχόπουλο — μουστάκα — τάπα — αναντιάζω — επτακοσιάκις — απροβλεψία — εφυαλωμένος — γυιός — αφίσσα — υψομετρία — εικονομάχος — ξεπαστρεύω — παραλλαγή — οκταπύρηνος — πραότητα — οδομαχία — συνθετικός — ωραιοποιούμαι |
|||