|
η 1) беспорядок (в квартире); 2) небрежность (в туалете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспорядок? — ασυγυρισιά как на (ново)греческом будет слово небрежность? — ασυγυρισιά как с (ново)греческого переводится слово ασυγυρισιά? — беспорядок, небрежность — αμβλύς — κάδη — πρόχειρα — μακροκλιματολογία — αντέκθεση — μεθοδισμός — ακαρπία — χορτοβολών — αλατοπιπερωμένος — αριθμοδείκτης — οξαλίδα — κατσαρομάλλης — συντεχνία — δέστρα — πρωτευουσιάνα — αναστηλώνω — ψωμοζήτημα — μειονέκτημα — φαινότυπος — μετατρεψιμότητα — γαζία |
|||