|
непросмолённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непросмолённый? — ακέδρωτος как с (ново)греческого переводится слово ακέδρωτος? — непросмолённый — τετραπέρατος — τριηραρχέω — εξερέθιση — ξυλοτρύπανο — αποστολικά — διαιρέσιμος — ολόκοντα — παραπαίω — μαγνητοθεραπεία — αξιοχρεωσύνη — υποδένω — ξηρός — πάγκρεας — λεπτότεχνος — αλόη — ετερότονος — μυροδοχείο — φιλαλήθεια — υδροδοτικός — σινιόρ — οφθαλμαλγία |
|||