Новогреческий словарь
μποτσάρω
μποτσάρω
(αόρ. (ε)μπότσαρα и (ε)μποτσάρισα) мор.
найтовить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
найтовить
? —
μποτσάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μποτσάρω
? — найтовить
#
(ново)греческий словарь
—
ερωτεύομαι
—
πενιχρός
—
επιθυμία
—
πνικτικός
—
εμπεριεχόμενον
—
νεροβράζω
—
αντιναύαρχος
—
κρουσταλλοπηγή
—
παραδίνω
—
υμνολόγιο
—
απαξιωτικά
—
αποβραδινός
—
μπροστινός
—
κληρουχία
—
κωλάδικο
—
δηλωθείς
—
νέκταρ
—
έρχομαι
—
στιφτός
—
ξυλοφάγος
—
τσίμπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,