Новогреческий словарь
μιασμένος
μιασμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μιασμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αγαθεύω
—
εγερτικός
—
ιερός
—
διακλήρωσις
—
επιγρομματιστής
—
εντερονίδα
—
μεταλλευτική
—
λιστρώνω
—
καταπινάρης
—
εξελίσσω
—
χρωματοποιός
—
Αυστριακός
—
ποντικί
—
αξιοπρόσεχτος
—
χρυσόψαρο
—
δευτερολογώ
—
γυμναστικός
—
σκηνογράφος
—
μποξέρ
—
αναλωτικός
—
δαιμονικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,