|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μιασμένος? — — τρίκροτο — πρωτοκαθεδρία — εργατοκρατία — καταϋποχρεώνω — λαγοκοιμιούμαι — φτερωτή — το — ιδιωματικός — αναχρονιστικός — λεγάτο — ξεσκάζω — αρχοντοκόρη — υπερψύχω — διαπορώ — ανεμούριο — ινδολογία — πονοκεφαλιά — μικροεπιχειρηματίας — αποβιβάζομαι — ωχροκύανος — χαιρετισμός |
|||