|
ο паучок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паучок? — αϋφαντάκος как с (ново)греческого переводится слово αϋφαντάκος? — паучок — πικραίνω — σπουρδακύλα — σπασμωδία — ανερυθρίαστος — αλαφροκαρδιά — εμορφιά — εξορισμός — ανέργαστος — τρόχισμα — εμπαίζω — ταφόπλακα — δαγκαμασιά — υπερυποφυσισμός — ψωρίτης — αγοραφοβία — πολυανδρία — φόρα — αλληλένδετο — σπόρτ — νεόνυμφος — ορμόνη |
|||