Новогреческий словарь
εκλευκαίνω
εκλευκαίνω
(αόρ. εξελεύκανα, παθ. αόρ. εξελευκάνθην)
отбеливать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отбеливать
? —
εκλευκαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλευκαίνω
? — отбеливать
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλοσεβασμός
—
ανακόχλαση
—
διαπεραστικός
—
απόφραξη
—
ξεπάστρεμμα
—
γυμνόστηθος
—
σεκοντάρισμα
—
νεφόκαμμα
—
υαλόφρακτος
—
βάζω
—
άτοπος
—
χοντρογάϊδαρος
—
εξωκυττάρωση
—
κουτσούρεμα
—
αξουρισία
—
μεταμισθώ
—
επωφελής
—
αποβιβαστικά
—
αδειπνος
—
απαισιοδοξώ
—
αστρόφεγγο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве