|
(αόρ. (ε)πρεσσάρισα ) прессовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прессовать? — πρεσσάρω как с (ново)греческого переводится слово πρεσσάρω? — прессовать — αμυρολόγητος — αφανίστρα — δίβουλος — ξελασπώνω — σουμμάρισμα — βαρομετρικός — χαλκωρύχος — απροετοίμαστος — άφροντις — αστεροπληθής — κερδοσκόπος — νεφρολιθικός — μούτρο — παραδομένος — ποσαπλάσιος — καβαλλίνα — αλιάνιστος — εξωγκωμένος — ξεσυνέριση — διδακτός — δασύς |
|||