Новогреческий словарь
πρεσσάρω
πρεσσάρω
(αόρ. (ε)πρεσσάρισα )
прессовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прессовать
? —
πρεσσάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρεσσάρω
? — прессовать
#
(ново)греческий словарь
—
ξελουρίζω
—
πολυκυτταρικός
—
νανοσωλήνα
—
απαραπλάνητος
—
ταμπονάρισμα
—
πυλών
—
ισχυρότερος
—
ενδιαφέρω
—
αλλαντίοσις
—
νομοθετώ
—
κλειδοκράτης
—
χωριατόπαιδο
—
αποτρίβομαι
—
μεγαλοπραγμοσύνη
—
κυτταρίτιδα
—
ένθειος
—
φούντο
—
αποστενεύω
—
αυτοαιμοθεραπεία
—
καπινός
—
παλιόχαρτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве