|
табачный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово табачный? — καπνικός как с (ново)греческого переводится слово καπνικός? — табачный — λήξας — καλομεταχειρίζομαι — κουβαριάζομαι — καθαρός — διοργανώτρια — μώψ — γρασερός — σαμπουάν — κουτάλι — αγεωμέτρητός — αποδεσμεύω — αντί — τηλεοπτικός — καταθλίβω — καράφα — ματογυάλια — υπολογίσιμος — αμηχανώ — αυθεντικότητα — άτζιο — μαζαλίζω |
|||