|
недолговечный, кратковременный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недолговечный? — βραχύβιος как на (ново)греческом будет слово кратковременный? — βραχύβιος как с (ново)греческого переводится слово βραχύβιος? — недолговечный, кратковременный — δίαρση — μισοσαράκοστο — πλύνομαι — διακολλητικός — βαριοθυμιά — σταλαγμόμετρον — άθυρμα — ατμολουτήρας — πολυμαθής — ανετάθην — αποδόμηση — παραξόνιον — προπαροξύτονος — μπιστοσύνη — εμβρυο — αναπέφτω — λεμφαγγείο — σκαριφίζω — απομαγνητίζω — μικροβιακός — εξουδετέρωση |
|||