|
(-μυός) ο сурок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сурок? — αρκτόμυς как с (ново)греческого переводится слово αρκτόμυς? — сурок — πενηνταρίζω — πρήζω — παρωχημένος — ελαφρόγιομος — φιλίωμα — ατομοκίνητος — πύραυλος — τοπομαχία — μάχιμος — βρυσήσιος — κελευστής — σιάσιμο — αυτοκρατορικώς — ιεροψάλτης — χοντράδα — οπόθεν — ανόργωτος — φουρνέλλο — ιχθυολογία — λυσσιακό — χαρχάλι |
|||