Новогреческий словарь
τερτίπι
τερτίπι
το 1)
повадка
;
2)
уловка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
повадка
? —
τερτίπι
как на
(ново)греческом
будет слово
уловка
? —
τερτίπι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τερτίπι
? — повадка, уловка
#
(ново)греческий словарь
—
ακριβοκάμαρα
—
αμυντήριος
—
αντιμένω
—
καταπλημμυρίζω
—
διακηρύττω
—
ψυχοπονιάρικος
—
απεριτοίχιστος
—
τριχάρα
—
νεωστί
—
φαγγρίζω
—
αοριστία
—
αερομοντελισμός
—
κασερόπιτα
—
καρδιόσχημος
—
προφυλάκιση
—
ριπίδιον
—
μποτίλια
—
παραπέτο
—
στηθοσκόπιο
—
Αθήνα
—
κουφό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве