|
фальсифицировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фальсифицировать? — παριστορώ как с (ново)греческого переводится слово παριστορώ? — фальсифицировать — πολικός — γοργόπτερος — τετράπλευρο — τασάκι — χρησιμεύω — έντριψη — μπουκαδούρα — ευθυντήριος — πολυφωνικός — ακριβαγάπητος — εξάρτημα — συγκατοίκηση — ακρωμίς — αρπαξιά — ηλεκτροληψία — συλλαλητήριο — πυρόλυση — περικαλώ — μπατιρίζω — σαπροφυτικός — ευκολόπορτος |
|||