|
(αορ. προπήρα) набрасываться (на кого-л.), ругать (кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово набрасываться? — προπαίρνω как на (ново)греческом будет слово ругать? — προπαίρνω как с (ново)греческого переводится слово προπαίρνω? — набрасываться, ругать — ετμήθην — υδροθεραπευτικός — ελάττων — κοκκωτός — αλογοφόρτι — πλανερός — δαιμονιώ — πολύκλαδος — εφημεριδογραφία — κοκκινόχωμα — αρνιακό — αντικαταστάτισσα — σταθερεύω — θαυμάσιος — γλαφυρά — λειβαδοπέρδικα — βουτυρόπαιδο — ξαναδίδω — υδρομασάζ — προμηνύω — έμπραχτος |
|||