|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τζένερο? — — ματαιότης — κλινοθερμαντήρας — πεντάμορφος — σχολαρίκι — αυτοέπαινος — αποπάνω — επαρκώ — καρακόλι — ακτινικός — συχνάζω — γοργοθάνατος — τσακμακίζω — παρηγορώ — ομόζυγος — άφθαι — καταδρομείς — παλληκαρισμός — ηλιόβολο — μαντιλάκι — απέμφραξις — αποφλεγμαχισμός |
|||