|
ο мин. боксит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боксит? — βωξίτης как с (ново)греческого переводится слово βωξίτης? — боксит — μποέμ — γλυκαπόδειπνος — αλγερίνικος — κάμψη — ηχηρός — τάχα — στραβοδίβολος — αποθηρίωση — τεζαριστός — διανάπαυσις — ασφυκτικώς — αθόρυβα — οξυμετρία — ευτελίζω — διασκεδαστικότητα — τρωκτικός — χλωρυδρικός — αυτοσιτία — στιλπνότητα — αμφίσημος — καματεύω |
|||