Новогреческий словарь
συλλαλητήριο
συλλαλητήριο
το
митинг, сходка
;
κατεβαίνω σέ ~ — проводить митинг, митинговать
;
συγκροτώ ~ — созывать, проводить митинг
;
παλλαϊκό ~ — всенародный митинг
;
~ διαμαρτυρίας — митинг протеста
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
митинг
? —
συλλαλητήριο
как на
(ново)греческом
будет слово
сходка
? —
συλλαλητήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
συλλαλητήριο
? — митинг, сходка
#
(ново)греческий словарь
—
δικάταρτος
—
εξωκυττάρωση
—
τουρκομερίτικος
—
ζευγαράκι
—
φιλειρηνικός
—
επίσχεστρον
—
περατός
—
νυχιάζω
—
σταλαχτός
—
ασηπτώ
—
μπετονόπροκα
—
επτάτοξος
—
βουγάς
—
ανόργανος
—
άφωνος
—
ακάλεστος
—
κλάρα
—
γιγαντόσωμος
—
αχρωματισμός
—
ανεπιτρόπευτος
—
Δώρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,