|
το митинг, сходка; κατεβαίνω σέ ~ — проводить митинг, митинговать; συγκροτώ ~ — созывать, проводить митинг; παλλαϊκό ~ — всенародный митинг; ~ διαμαρτυρίας — митинг протеста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово митинг? — συλλαλητήριο как на (ново)греческом будет слово сходка? — συλλαλητήριο как с (ново)греческого переводится слово συλλαλητήριο? — митинг, сходка — βληματοθήκη — καπούλια — διασκεδάστρια — κρουστικός — ενσπέρματος — σημείωση — ισοσκελισμένος — κτηματομεσίτης — Μαυρογένους — χονδρίλλα — ψωμιέρα — περηφανεύομαι — πρόσεδρος — βιογεωγραφία — γκαλιουρίζω — σκούζω — δουτιά — βατράχι — φραμασόνος — ανατινάζω — πουπουλάκι |
|||