|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερισμένος? — — νταϊλίκι — κέρμα — καβαλίκι — αλευροβιομήχανος — διωδία — ερεθισμός — επίβρεγμα — ιδρυτικός — αποκρεύω — ανθρωπομορφία — επικάμπτω — μελωδός — γένια — ξινολάπατο — στερνήσιος — περαιτέρω — μελαγχολία — κρασοπίνας — τροχιστήρι — φυλλοβολή — αμερικανικός |
|||