Новогреческий словарь
μερισμένος
μερισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μερισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακλάδευτος
—
ξαναδυναμώνω
—
πολυσταυρία
—
αξιωματούχος
—
αυγολόγος
—
αργοπληρωτής
—
σκουλήκι
—
ωοκέλυφος
—
αρρενοφυής
—
ανακατώνω
—
ξελεπίζω
—
σπίλος
—
κακοπαντρεύομαι
—
κάτισχνος
—
φαρμακείο
—
αγγελοβαρεμένος
—
κανονάρχος
—
αιμόλυση
—
γλυκοχαιρέτημα
—
ευόδωση
—
θεσπισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,