|
быть придурковатым, глуповатым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть придурковатым? — αλαφροφέρνω как с (ново)греческого переводится слово αλαφροφέρνω? — быть придурковатым — πληθύς — σελέμισσα — παραμάσκαλα — αντίκοιλον — αποκαλυπτήριος — ευλογημένος — προοδευτικότητα — αποκαμωμός — ανέγνωσα — μαρμαρυγίας — λαδύς — παραχαράζω — χλώρωση — παστεριώνω — ενσφράγιση — λανολίνη — προτινός — ανταπαιτητής — κοφτά — Ζωή — πρόοδος |
|||