|
το подсвечник, канделябр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подсвечник? — κηροπήγιο как на (ново)греческом будет слово канделябр? — κηροπήγιο как с (ново)греческого переводится слово κηροπήγιο? — подсвечник, канделябр — μουστόπιττα — κόνδωρ — ρουμελιώτικος — εξωσκελετός — άτσαλα — ουδετερότητα — σούρνω — επισώρευση — επιστεφής — παραστέκω — ενδημικός — τζαμπατζίδικος — κλεπτομανής — αρνησιπατρία — Γύφτος — μπετονόκαρφο — καβαλλάω — σπαθίς — αλπινικός — οξειδώσιμος — βαμβακοπαραγωγός |
|||